εισήνεγκον
Смотреть что такое "εισήνεγκον" в других словарях:
εἰσήνεγκον — εἰσφέρω carry in aor ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰσήνεγκον — εἰσφέρω carry in aor ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)